- άσπρισμα
- το [ασπρίζω]1. το το να κάνει άσπρο κάποιος κάτι με πλύσιμο ή με καθάρισμα2. το ασβέστωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άσπρισμα — το, ατος η λεύκανση, η ασβεστόχριση: Η κουζίνα μας θέλει άσπρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεύκωση — η (AM λεύκωσις) [λευκώ] νεοελλ. 1. η λεύκανση τής κόμης, το άσπρισμα τών μαλλιών 2. ιατρ. περιληπτική ονομασία τών λευχαιμικών καταστάσεων μσν. το λεύκωμα στο μάτι αρχ. άσπρισμα … Dictionary of Greek
ασβέστωμα — το [ασβεστώνω] η επάλειψη με ασβέστη, το άσπρισμα … Dictionary of Greek
ασβέστωση — η (Μ ἀσβέστωσις) το ασβέστωμα, το άσπρισμα … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
λεύκανση — Επεξεργασία η οποία εκτελείται στην υφαντουργία, στη βιομηχανία χαρτιού και στα φινιριστήρια με σκοπό να εξαλειφθούν τα φυσικά χρώματα των ινών και οι ξένες ουσίες που περιέχουν, ώστε να βελτιωθεί ο βαθμός λευκότητας των προϊόντων. Η λ. είναι… … Dictionary of Greek
μπαντανάς — ο βάψιμο τοίχων με υδρόχρωμα, το ασβέστωμα, το άσπρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. badana] … Dictionary of Greek
ξάσπρισμα — το [ξασπρίζω] 1. άσπρισμα, λεύκανση 2. απώλεια τού χρώματος, ξεθώριασμα … Dictionary of Greek
παρακονίασις — ἡ, Α [παρακονιώ] λεύκανση, άσπρισμα … Dictionary of Greek
περιαλιφή — ἡ, Α επίχριση με ασβέστη, το ασβέστωμα, το άσπρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιαλείφω. Ο τ. ἀ λιφ ή, παρλλ. τού ἀλοιφή, εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ἀλείφω*, αν δεν πρόκειται βέβαια για εσφαλμένη γραφή (πρβλ. κατ αλιφή)] … Dictionary of Greek